Σύννεφα σε μπλε ουρανό πάνω από δάσος
φωτο: Αλέξιος Μάινας

ΕΙΧΕ ΕΝΑΝ ΚΗΠΟ

(άτιτλο 1)

Είχε έναν κήπο στο μπαλκόνι, εξήντα τριαντάφυλλα μέσα στο καταχείμωνο, έβγαινε το απόβραδο να τα μυρίσει – άλλαζαν όψη και φορά, μόλις περνούσε ένα σύννεφο και ασήμωνε το μπλε. Γέμιζε το ποτήρι έβαζε στο ποτήρι τσίπουρο και έλεγε χαμηλόφωνα μην τον ακούσει η μάνα του «αχ ένα αμπέλι θέλω μικρό μια σπιθαμή γης και μια γυναίκα να λούζει τα μαλλιά της μες το χιόνι, κι όταν το πίνει φλόγα μες στα σπλάχνα μου ν’ ανάβει». Φούσκωνε ο Κηφισός άγρια νερά –κομμάτια από τσιμέντο–, των ταπεινών τα μέλη πρόσφορο κατέβαζε. Δεν είχε κόρη ο πρωτομάστορας, μονάχα μια ευχή κι ένα τάμα τ’ όνομα της πόλης. «Στα χέρια μου το κάρβουνο χρυσός να γίνεται», συνέχιζε. Η μάνα άκουγε στον ύπνο της ένα σφυρί κι ένα πελέκι, έπεφταν οι σοβάδες απ’ τους τοίχους. Ο γιος, με δυο φτερά στην πλάτη, όρθιος, ένα τραπέζι δίχως πόδια και το νερό, τώρα χρυσό, να χύνεται μέσα στο σπίτι. Έκλεισε το ραδιόφωνο, γιατί νύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν. Μόνο μια Αριάδνη έξω απ’ το παράθυρο είδε να πλέκει.

~.~

(άτιτλο 2)

Σε κρεβάτι ασύμφορο, μια βαλβίδα ροές καθορίζει. Με σταυρούς γαζώνω το στήθος. Από τη μήτρα στο στόμα – από εκεί η ζωή εκμαιεύεται, μ’ ένα πόνο και τριάκοντα αργύρια. Το γόνατο σου ξύλινο, το χέρι μου φτερό. Τραβάς απ’ το θηκάρι, «ψεύτικο το σπαθί», μου λες, «μη σε τρομάζει». Στην τροχιά του Κρόνου σε ξαναβρίσκω, στο λευκό των οστών, εγκρατή στο φως και στο θαύμα. Μυρίζει νυχτολούλουδο και αντισηψία στα δάχτυλα – ένα χαλίκι στα παπούτσια μου η αλήθεια.

[«Αδύναμοι», σου απαντώ. «Άνθρωποι όμορφοι», μου λες.]

~~..~~

Η Ειρήνη Ιωαννίδου γεννήθηκε το 1967 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο ΑΠΘ (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης). Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Το 2016 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή: Σώμα Δρομολόγιο (εκδόσεις Σαιξπηρικόν).
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ