Η ποιήτρια Άννα Γρίβα και η συλλογή
(Αριστερά) Η ποιήτρια Άννα Γρίβα (*1985) - φωτο: Βενθεσικύμη Σούκουλη

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ

«Τι χρώμα έχει ο θάνατος;» –
παρουσίαση της συλλογής Σκοτεινή κλωστή δεμένη
, εκδ. Γαβριηλίδης, 2017

(γράφει η Αντιόπη Αθανασιάδου)

ΕΙΣ ΑΤΟΠΟΝ

Ποιο είναι του φόβου το ξεδίψασμα;
Πώς μετριέται το βάρος της ανάσας;
Πώς να γυρίσει μια απουσία
σε χάδι θεοβρεχούμενο;
Ποιο μέρος επί γης
κρατά τον άνθρωπο στο ύψος του
και τη γραφή στην άμμο;

Τι χρώμα έχει ο θάνατος
τι χώμα έχει ο ύπνος;
Από νεράκι σε νερό
το τρυφερό σκορπίζει;
Σκουπίζει η τρέλα το μυαλό
για να γλιστρά αθόρυβα;

Ο χρόνος τέμνει κάθετα
ή σφάζει την ακτίνα μας;
Μήπως το αίμα εφάπτεται
κι αλλάζει καρωτίδες;
Έχει υπόλοιπο η θλίψη
ή τέλεια διαιρείται
πριν μας προσθέσει στο σκοτάδι;

Διαβάζοντας την προηγούμενη συλλογή της Άννας Γρίβα (γεν. 1985), Έτσι είναι τα πουλιά (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015), απ’ όπου προέρχεται το προηγούμενο ποίημα, διαπιστώνει κανείς ότι η ποιήτρια εν μέσω ενός έργου προετοιμάζει ήδη το επόμενο. Η σχέση νεκρού και ζωντανού μοιάζει να απασχολεί τη Γρίβα ήδη. Αν στο Έτσι είναι τα πουλιά διαγράφεται η ψυχή του ζωικού κόσμου, που ζει χωρίς χρόνο, χωρίς προσμονή, χωρίς να γνωρίζει ότι υπάρχει ένα τέλος, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, στη νέα της συλλογή βρισκόμαστε στον κόσμο των νεκρών.

Νεκροί για τους ζωντανούς, διατηρούν μια ιδιότυπη ύπαρξη στον Κάτω Κόσμο και εξακολουθούν να είναι εκπρόσωποι της Μοίρας τους. Ενώ η επίγεια ζωή τους διακόπηκε, η ψυχική ζωή τους συνεχίζεται μαζί με τις προκλήσεις και τα διλήμματα που αντιμετώπιζαν πριν το πέρασμα του Σκοτεινού Νερού. Δεν είναι χαμένοι, εξαφανισμένοι, είναι μια σκιά του εαυτού τους που παρατηρεί με αγωνία την περασμένη διάπραξή τους πάνω στη γη, από μια άλλη σκοπιά.

Στην κατάσταση αυτή οι ήρωες των ποιημάτων της Άννας Γρίβα ζουν επιπλέον την αγωνία τής μη αναγνώρισής τους από τις άλλες σκιές που τους περιστοιχίζουν στον Άδη. Τα κατορθώματά τους ξεχνιούνται, «οι άντρες […] χλευάζουνε τα όπλα μου», λέει ο Αχιλλέας, «κι ας μην πολέμησαν ποτέ» (σελ. 9, «Αχιλλέας»).

Αντιλαμβάνονται ότι υπήρξαν ζωντανοί, τη στιγμή που πέθαναν, κι ίσως τη στιγμή που σκότωναν. Το παράπονο για μια δική τους ζωή, έξω από το σκοπό για τον οποίο τάχθηκαν, τους στοιχειώνει. «Κανείς δεν μου ευχήθηκε να αγαπήσω» («Πενθεσίλεια», σελ. 11), καταγγέλει η Πενθεσίλεια όταν αντιμετωπίζει τον Αχιλλέα, για τον οποίο όλοι τής εύχονταν να ’ναι το ένδοξο θύμα της. Εκείνη όμως τον ερωτεύεται, και αναγνωρίζει το συναίσθημα όταν ορμά εναντίον του στη μονομαχία τους.

Οι πεθαμένοι λαχταρούν να ξανασυναντήσουν τα πρόσωπα που έχασαν και αγαπούσαν και φοβούνται μην έρθουν αντιμέτωποι με τα πρόσωπα που έβλαψαν και τους πήραν τη ζωή. Περνώντας το Σκοτεινό Νερό δεν λυτρώνονται ούτε δικαιώνονται. Με μια επανάληψη που θυμίζει τον Freud και τις τραυματικές επαναλήψεις των επιζώντων  στρατιωτών του Μεγάλου Πολέμου, που ζήσαν εφεξής σαν σκιές, οι βετεράνοι της ελληνικής τραγωδίας επαναλαμβάνουν το τραύμα τους.

«Μη μετανιώνετε αδέρφια μου […] κάθε πρωί έρχεται η Ηλέκτρα/ και κλαίει στα γόνατά μας» («Ορέστης», σελ. 14), λέει ο Ορέστης καθώς προσπαθεί να ξεπλύνει από τα χέρια του το αίμα της Κλυταιμνήστρας, που όλο «ξανανθίζει». Ο λόγος του δραματικός, μεγάλωσε εντός ενός διαρρηγμένου κοινωνικού δεσμού, τον οποίο κλήθηκε να αποκαταστήσει. Το έπραξε νιώθοντας διαρκώς αμφίθυμος, αδύναμος. Μονολογώντας έξω από τα τείχη της Αθήνας, ένα σκυλί τον δάγκωσε και πέφτοντας «οι πέτρες τον ανοίξανε/ σαν τρυφερό καρπό» (σελ. 14), γράφει η Γρίβα. Βρέθηκε στον ίδιο τόπο με τον Οιδίποδα (σε μια αντιστροφή των φόνων), με τον Πέλοπα, ετεροθαλή αδελφό του, τον Ατρέα, όλοι θύματα του Αίγισθου και της φιλοδοξίας του να παραγκωνίσει τη γενιά του Ορέστη.

Μετά την κατάβαση στη χώρα των σκιών, η «Ιοκάστη» (σελ. 17), στο πιο επώδυνο ποίημα της συλλογής δεν μετανιώνει για την αυτοκτονία, δεν την απασχολεί καν. Την πονάει που οι κόρες της τη βρήκαν κρεμασμένη, την πονάει ο πόνος τους, το παιχνίδι που διέκοψε, η χαμένη μπάλα που τις έφερε στα πόδια της κρεμασμένης. Τον πόνο των παιδιών της τον λογαριάζει αμαρτία μεγαλύτερη από την αιμομιξία.

Σε αυτόν τον κόσμο των σκιών η «Κασσάνδρα» (σελ. 20-21) ακόμα προβλέπει τα ίδια εν ζωή ανθρώπινα πάθη. Προβλέπει λοιμό και πόλεμο. Σε μια απελπισμένη αποστροφή της εξομολογείται ότι χρησιμοποιεί τα δώρα υφάσματα –σε κόκκινο ζωογόνο χρώμα– που της δίνουν για τους χρησμούς της, σαν μαγικούς ιστούς με τους οποίους θα τυλίξει τα νεκρά παιδιά που θα πέσουν στον Άδη, εξαιτίας των νέων καταστροφών και θα τα στείλει πίσω στον κόσμο των ζωντανών.

Ελπίδες που σβήνουν όπως το αντιφέγγισμα των άστρων στο πιατάκια με νερό και γάλα που άφηνε ο «Πρίαμος» (σελ. 26-27) για να προσελκύσει το «καλό πουλί», το τυχερό πουλί, το καλό μήνυμα των ουρανών. Η άλλη μέρα όμως ξημερώνει με βροχή από δόρατα σε σφαγμένο αίμα. Και αυτή είναι η τελευταία ανάμνησή του από την επίγεια ζωή.

Παρότι ο χρόνος έχει χαθεί στη νέα κατοικία τους, τα πρόσωπα που μνημειώνονται στα ποιήματα συνεχίζουν να αναθυμούνται και να ζητούν όσα και στη ζωή. Έτσι η Ελένη στην κρυφή δέησή της στην Αφροδίτη («Εις Αφροδίτη», σελ. 28), της ζητά να τη ζωντανέψει ξανά για να ξανακαεί στην πυρά της ίδιας της γοητείας της.

«Τέτλαθι δη, κραδίη», δηλαδή «άντεξε καρδιά μου», είναι ο ομηρικός στίχος με τον οποίον μπορεί κανείς να πει ότι ζουν οι ήρωες της Άννας Γρίβα μέχρι να φτάσουν στον Άδη. Η γλώσσα των νεκρών της Γρίβα όμως αντιστέκεται στη βία, στην αιμομιξία, στην αυτοκαταστροφή και στον απερίγραπτο πόνο τού να μην ορίζεις τη μοίρα σου. Οι νεκροί της βρίσκουν λέξεις και επανορθώνουν μ’ αυτές, επαναλαμβάνοντας την ιστορία τους. Αν όχι για τον εαυτό τους, για τον αναγνώστη. Την ίδια ώρα έρχεται σε επαφή με την κλίμακα αξιών των αρχαίων ηρώων. Πρώτα η τιμή, με αυτήν συνυφασμένη στενά ο ναρκισσισμός που εδραιώνεται στη φήμη, στην εξυπηρέτηση της τιμής και του αξιώματος, μπροστά στα οποία υποχωρούν όλα τα προσωπικά θέλω, αλλά και αξίες θεμελιώδεις όπως η μητρότητα.

Τα πρόσωπα αυτής Νέκυιας δεν κρύβουν τις πληγές και τις θυσίες τους και προσπαθούν ακόμα και στην μισο-έμψυχη κατάσταση του αρχαίου νεκρού να τιμήσουν και να παρηγορήσουν έτσι τον εαυτό τους και τον αναγνώστη. Πιο ελεύθεροι στο θάνατο παρά στη ζωή –τουλάχιστον ο θάνατος είναι μια κατάσταση που τους επιτρέπει να εκδηλώσουν τον φόβο και το τραύμα τους– μιλούν για μια παλιά επιθυμία, που δεν εκδηλώθηκε ποτέ ή που κάμφθηκε μπρος στην επικρατούσα αρετή της τιμής ακόμα και των ηττημένων.

Ο παρηγορητικός λόγος των νεκρών, η αποδοχή των τετελεσμένων περιλαμβανομένου του θανάτου, βρίσκει έκφραση στο μυστήριο της καρδιάς στο ποίημα «Παραμυθία» (σελ. 16):

[…]
Μια παπαρούνα η φύση μας
τα πέταλα στον πρώτο άνεμο
χαμένα
και μένει μόνο
η καρδιά
μαύρη κι ακίνητη
σαν γύρη μυστική
μιας άγριας άνοιξης.

Και ξανά στο ποίημα «Πρώτη μνήμη» (σελ. 30) δίνεται η προειδοποίηση: «από το σκοτάδι ερχόμαστε, από βρέφη είμαστε όντα σκοτεινά», όπως γράφει αλλού η Γρίβα.

Μπροστά μου
οι δρόμοι
άπλωναν χρώματα
και έτρεχε η χαρά
με τα κοχύλια της
τις καμπανούλες
και τους ανεμόμυλους.

Κι όμως άκουγα
δίχως διάλειμμα
άκουγα
να καλπάζει
ξοπίσω μου
η νύχτα
το αόρατο ζώο.

«Πριν να ζήσεις πρέπει να πεθάνεις», λέει ο Δάντης.

Η επικράτεια του Πλούτωνα προτείνει λύσεις στα αδιέξοδα των νεκρών της, στα αδιέξοδα της ιστορίας τους. Τριγυρνούν στις σκιές, διηγούνται τις θλιβερές βιογραφίες τους, κι ο Άδης σαν άλλος από μηχανής θεός, δρα συμφιλιωτικά. Συνιστά να αποδεχθούμε την ετερότητα του κόσμου, να δεχθούμε τα αλλότρια μέσα στα οικεία, τον θάνατο μέσα στη ζωή. Έτσι κάποιοι πετυχαίνουν ένα νέο κείμενο, μια νέα αφήγηση πιο προσωπική, κι αυτό γίνεται μέσα από τον θρήνο για την απώλειά τους.

Υπάρχει μια κρυφή εξιστόρηση της εξέλιξης των συναισθημάτων από τότε μέχρι σήμερα στη συλλογή της Γρίβα; Τουλάχιστον των δημοσίων παραδεκτών αισθημάτων;

Οι ήρωές της, σε αντίθεση με τους αυθεντικούς, δείχνουν ενδιαφέρον για την εσωτερική ζωή τους, μιλούν για αυτήν σαν μια αλληλουχία συγκρούσεων, όπου εμπλέκονται οι προσδοκίες τους, οι φόβοι και η αβεβαιότητά τους. Στο ομηρικό έπος αντίθετα, ο εσωτερικός και ο εξωτερικός κόσμος δεν διαχωρίζονται από τον άνθρωπο. Η εσωτερική ζωή δεν ψηλαφείται σαν προσωπική.

Υπάρχει όμως μια ζωτική στιγμή που η τραγωδία τής δημόσιας σκηνής –ο φόνος της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη, ο φόνος της Πενθεσίλειας από τον Αχιλλέα, η ήττα των Τρώων– γίνεται προσωπική, και αυτή είναι η στιγμή που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το πεπερασμένο του, την αδυναμία να γνωρίζει τα πάντα και το προδιαγεγραμμένο τέλος του. Είναι η στιγμή του θανάτουΑπό εκεί ξεκινά η ταύτιση του ήρωα με τη ζωή του, η προσωποποίησή του  και η προσωπική τραγωδία του, όταν ανακαλύπτει ότι είναι αυτός ο ίδιος που πεθαίνει και όχι ο ρόλος του, και ότι η ζωή του υπήρξε ερήμην του. Όλα αυτά ανιχνεύονται στα ποιήματα της Γρίβα.Άννα Γρίβα, Σκοτεινή κλωστή δεμένη

Και υπερισχύουν τα απλά πράγματα, αυτά που είναι ένα με τη ζωή, ο έρωτας, η δημιουργία, και ο δικαιωμένος με μια καλή ζωή θάνατος.

Στον Άδη δεν υπάρχει Οδυσσέας να μεσολαβήσει με την πολυμήχανη ευφυΐα του, εδώ καθείς παρηγορεί τον εαυτό του με τα λόγια του, γιατί τελικά οι στίχοι, οι λέξεις και η σειρά τους είναι η γιατρειά, καθώς συμβολικά πραγματώνουν την ανάσταση της επιθυμίας, την ανατροπή του τετελεσμένου, την κληρονομιά της ελπίδας για τους επερχόμενους νεκρούς – νεκρούς πιο ικανοποιημένους.

~.~

Άννα Γρίβα
Σκοτεινή κλωστή δεμένη
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017
σελ. 40
ISBN 978-960-576-650-4

Η Αντιόπη Αθανασιάδου είναι ποιήτρια.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ